- ἱματιοφορίς
- ἱμᾰτιο-φορίς, ίδος, ἡ,A portmanteau, POxy.116.10(ii A.D.), Ammon.Diff.p.135 V.(cf. Ptol.Ascal.p.406H.), Ael.Dion.Fr.206.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ιματιοφορίς — ἱματιοφορίς, ίδος, ἡ (Α) κιβώτιο ιματίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάτιον + φορίς (< θ. φορ τού φέρω, πρβλ. φόρ ος), πρβλ. μαζο φορίς] … Dictionary of Greek
ἱματιοφορίς — portmanteau fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιμάτιο — Το ένδυμα που φορούσαν οι αρχαίοι Έλληνες πάνω από τον χιτώνα. Το ι. ήταν ένα τετράγωνο ή ορθογώνιο κομμάτι υφάσματος, το οποίο χρησιμοποιούσαν όπως ήταν μετά την ύφανση, χωρίς να το ράψουν. Το φορούσαν συνήθως στους ώμους και κάλυπτε όλο το σώμα … Dictionary of Greek
ιματιοφόριον — ἱματιοφόριον, τὸ (Α) η ιματιοφορίς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάτιον + φόριον (< φορον < φέρω), πρβλ. αρτο φόριον] … Dictionary of Greek